- μολποδώρα
- μολποδώρα, ας, ἡ,A bestower of μολπή, title of Aphrodite in Cyprus, Schwyzer682.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολποδώρα — μολποδώρα, ἡ (Α) (ως τίτλος τής Αφροδίτης στην Κύπρο) αυτή που χορηγεί, που δωρίζει τη μολπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + δώρα (< δῶρον), πρβλ. αναξί δώρα, Παν δώρα] … Dictionary of Greek